σουρομαδώ

σουρομαδώ
-άω, Ν
1. σέρνω κάποιον από τα μαλλιά και τόν μαδώ
2. μέσ. σουρομαδιέμαι
τραβώ τα μαλλιά μου από απελπισία ή λύπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *συρομαδώ (< σύρω + μαδώ). Για την τροπή τού -υ- σε -ου-, πρβλ. ξυράφι: ξουράφι, σύρω: σούρ(ν)ω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σουρομαδώ — ξεριζώνω τις τρίχες της κεφαλής μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σουρομάδημα — το, Ν [σουρομαδώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σουρομαδώ …   Dictionary of Greek

  • τσουρομαδώ — άω, Ν σουρομαδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουρομαδώ, με τροπή τού σ σε τσ (πρβλ. τσυρίζω < συρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • μαδώ — (AM μαδῶ, άω, Μ και μαδίω και μαδιῶ και μαθῶ) 1. (για τρίχες, φτερά, φύλλα κ.λπ.) (αμτβ.) πέφτω («μαδήσανε τα πούπουλα») 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) (αμτβ.) αποβάλλω, χάνω τις τρίχες, τα φτερά, τα φύλλα μου («ἐὰν δέ τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῡ,… …   Dictionary of Greek

  • τσουρομαδώ — βλ. σουρομαδώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”